- κεστός
- κεστόςGrammatical information: adj.Meaning: `stitched',Other forms: .See also: s. κεντέω.Page in Frisk: 1,834
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
κεστός — stitched masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστός — Αρχαία ελληνική λέξη, που αρχικά σήμαινε κεντητός. Κ. ιμάς ονομαζόταν ένα είδος ζώνης που φορούσαν οι γυναίκες ακριβώς κάτω από το στήθος ή γύρω από αυτό, όπως αργότερα τον στηθόδεσμο. Με τον καιρό, το ουσιαστικό παραλείφθηκε και έμεινε το… … Dictionary of Greek
κεστός ή ζώνη της Αφροδίτης — (Cestum veneris). Θαλάσσιο ζώο του φύλου των κτενοφόρων που βρίσκεται σε όλες τις θερμές θάλασσες και αφθονεί στη Μεσόγειο. Ο κ. κολυμπά ή αφήνεται να παρασυρθεί από τα ρεύματα. Το σώμα του είναι πλευρικά πεπλατυσμένο, ώστε να έχει τη μορφή… … Dictionary of Greek
κεστά — κεστός stitched neut nom/voc/acc pl κεστά̱ , κεστός stitched fem nom/voc/acc dual κεστά̱ , κεστός stitched fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστῶν — κεστός stitched fem gen pl κεστός stitched masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστόν — κεστός stitched masc acc sg κεστός stitched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστοῖς — κεστός stitched masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστοῦ — κεστός stitched masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστούς — κεστός stitched masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστῷ — κεστός stitched masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήκεστος — ἤκεστος, η, ον (Α) (για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῡς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β … Dictionary of Greek